τσεσμές

τσεσμές
ο, Ν
βρύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cesme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αγγουλές, Φώτης — (Τσεσμές Μ. Ασίας 1911 – 1964). Ποιητής. Σε ηλικία 3 ετών εγκαταστάθηκε στη Χίο με την οικογένειά του ως πρόσφυγας και αργότερα άσκησε το επάγγελμα του ψαρά. Αυτοδίδακτος, κυκλοφόρησε το 1938 το περιοδικό Το Νησί μας με έδρα τη Χίο. Στον B’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”